παραπιωμένος

παραπιωμένος
-η, -ο
(παθ. μτχ. του ρ. παραπίνω), ο μεθυσμένος: Είναι παραπιωμένος και δεν ξέρει τι λέει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπίνω — 1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει 2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος 3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, η, ο πολύ μεθυσμένος …   Dictionary of Greek

  • παραπίνω — παράπια και παραήπια, παραπιωμένος, πίνω υπερβολικά: Παράπιαμε στο γάμο σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”